Το γραφείο JPDA μετέτρεψε ένα διαμέρισμα σαράντα πέντε τετραγωνικών μέτρων, στο East Village της Νέας Υόρκης, σε ένα ολοκληρωμένο χώρο κατοικίας και εργασίας.
Ο ιδιοκτήτης, πριν τη μετατροπή, είχε πιέσει το διαμέρισμα στα όρια του. Ο χώρος ήταν βαρυφορτωμένος και επικρατούσε πλήρης ακαταστασία.
Οι αρχιτέκτονες έθεσαν ορισμένους σαφείς στόχους σχεδιασμού για την ανακαίνιση του διαμερίσματος. Πρώτος στόχος ήταν η απαλλαγή του από την ακαταστασία. Αυτό προϋπέθετε την ύπαρξη πολλών αποθηκευτικών χώρων. Δεύτερος στόχος ήταν ο καθορισμός και η οργάνωση των λειτουργικών αναγκών για το μαγείρεμα, το καθάρισμα, το ντύσιμο, τον ύπνο και την εργασία. Τρίτος στόχος ήταν να γίνει το διαμέρισμα πιο "ώριμο". Μια συγκρατημένη και λιτή παλέτα θα βοηθούσε στην μετάλλαξη του μικρού σπιτιού σε ένα φιλόξενο αστικό καταφύγιο.
Η λύση τελικά δόθηκε με την πλήρη αξιοποίηση κάθε ευκαιρίας για αποθήκευση και το συνδυασμό των χώρων της κουζίνας, του μπάνιου και του υπνοδωματίου σε μια περίπλοκη, επενδυμένη με ξύλο, κατασκευή με πυρήνα αυτήν ακριβώς την υπηρεσία. Ο χώρος πέρα από την περιοχή του πυρήνα παραμένει όσο το δυνατόν ευέλικτος και όλες οι επιφάνειες και τα ντουλάπια του έχουν λευκό γυαλιστερό τελείωμα που τονίζει την προσαρμοστικότητά του. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένας εξαιρετικά αποτελεσματικός, ευέλικτος χώρος που αναδιοργανώνει τη μικρή κάτοψη για να φιλοξενήσει τις απαιτήσεις, τόσο της επαγγελματικής δραστηριότητας των ενοίκων όσο και της προσωπικής τους ζωής. Το διαμέρισμα, στην τελική του μορφή, δίνει μία ευάερη, ανοιχτή και προσωπική αίσθηση.

Το Jordan Parnass Digital Architecture (JPDA) είναι ένα βραβευμένο διεπιστημονικό γραφείο με έδρα το Brooklyn τη Νέας Υόρκης, που ασχολείται με την αρχιτεκτονική εσωτερικών χώρων και τον ψηφιακό σχεδιασμό.














Η «πρωτεύουσα του ούζου», όπως την αποκαλούν, χτίστηκε το 1842, όταν σταμάτησαν οι πειρατικές επιδρομές και οι κάτοικοι κατέβηκαν από το Μεγαλοχώρι κοντά στη θάλασσα. Τη διασχίζει ο χείμαρρος Σεδούντας για αυτό παλαιότερα λεγόταν και Ποταμός, ενώ η ονομασία Πλωμάρι αποδίδεται, κατά μία εκδοχή, στο φυτό φλώμος.
Το Πλωμάρι γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη τον 19ο αιώνα τόσο σε ό,τι αφορά το εμπόριο όσο και στη βιομηχανία, καθώς ήταν μια κωμόπολη με πολλά ελαιοτριβεία, σαπωνοποιεία, πυρηνεργοστάσιο και ουζοποιεία, όπου παρασκευαζόταν το ονομαστό ντόπιο ούζο. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το Πλωμάρι έχασε ένα μέρος της παλιάς αίγλης, καθώς έχασε τη δυνατότητα συναλλαγών με τα τουρκικά παράλια.

Η «πρωτεύουσα του ούζου», όπως την αποκαλούν, χτίστηκε το 1842, όταν σταμάτησαν οι πειρατικές επιδρομές και οι κάτοικοι κατέβηκαν από το Μεγαλοχώρι κοντά στη θάλασσα. Τη διασχίζει ο χείμαρρος Σεδούντας για αυτό παλαιότερα λεγόταν και Ποταμός, ενώ η ονομασία Πλωμάρι αποδίδεται, κατά μία εκδοχή, στο φυτό φλώμος.
Το Πλωμάρι γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη τον 19ο αιώνα τόσο σε ό,τι αφορά το εμπόριο όσο και στη βιομηχανία, καθώς ήταν μια κωμόπολη με πολλά ελαιοτριβεία, σαπωνοποιεία, πυρηνεργοστάσιο και ουζοποιεία, όπου παρασκευαζόταν το ονομαστό ντόπιο ούζο. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το Πλωμάρι έχασε ένα μέρος της παλιάς αίγλης, καθώς έχασε τη δυνατότητα συναλλαγών με τα τουρκικά παράλια.

Η «πρωτεύουσα του ούζου», όπως την αποκαλούν, χτίστηκε το 1842, όταν σταμάτησαν οι πειρατικές επιδρομές και οι κάτοικοι κατέβηκαν από το Μεγαλοχώρι κοντά στη θάλασσα. Τη διασχίζει ο χείμαρρος Σεδούντας για αυτό παλαιότερα λεγόταν και Ποταμός, ενώ η ονομασία Πλωμάρι αποδίδεται, κατά μία εκδοχή, στο φυτό φλώμος.
Το Πλωμάρι γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη τον 19ο αιώνα τόσο σε ό,τι αφορά το εμπόριο όσο και στη βιομηχανία, καθώς ήταν μια κωμόπολη με πολλά ελαιοτριβεία, σαπωνοποιεία, πυρηνεργοστάσιο και ουζοποιεία, όπου παρασκευαζόταν το ονομαστό ντόπιο ούζο. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το Πλωμάρι έχασε ένα μέρος της παλιάς αίγλης, καθώς έχασε τη δυνατότητα συναλλαγών με τα τουρκικά παράλια.